πιπ(π)ίζω

πιπ(π)ίζω
πιπ(π)ίζω
Grammatical information: v.
Meaning: `to beep' (Ar. Av. 306),
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatop. word like Lat. pīp(il)āre, NHG piepen etc. (W.-Hofmann s.v.); cf. πιπώ.
Page in Frisk: 2,542

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πίπα — I (pipa). Γένος βατράχων της Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των Πιπιδών. Το είδοςβάτραχος του Σουρινάμφτάνει σε μήκος τα 20 εκ. Το σώμα του είναι κοντό, πλατύ, με μικρό πλατύ τριγωνικό κεφάλι. Στην εποχή της αναπαραγωγής, το δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • πιπιλίζω — και πιπιλώ, άω, Ν 1. γλείφω κάτι αργά αργά και για πολλή ώρα με ελαφρές συσπαστικές κινήσεις τών χειλιών και τής γλώσσας, βυζαίνω 2. φρ. «μού [σού, τού] πιπιλίζει ή πιπίλισε το μυαλό» μτφ. μέ [σέ, τόν] ζαλίζει ή ζάλισε με την παρατεταμένη φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • pīp(p)- —     pīp(p)     English meaning: to squeak     Deutsche Übersetzung: “piepen”     Note: also unredupl. pī̆ with variant derivatives. onomatopoeic word     Material: O.Ind. píppakü “ein certain bird”, pippīka “ein bird”? Gk. πῖπος f. or πίππος m.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • πίφι(γ)ξ — και πίφηξ, γγος, ὁ, Α 1. είδος άγνωστου πτηνού 2. (κατά τον Ησύχ.) «κορυδαλλός». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τών τ. πιπ ίζω*, πιπ ῶ* και το εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. σάλπ ιγξ, στρ ίγξ) με ανομοιοτική τροπή τού ψιλού –π στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”